- προστατεύω
- ΝΑ [προστάτης]νεοελλ.1. προφυλάσσω από τους κινδύνους2. υπερασπίζω, υποστηρίζω («προστατεύει τους ανήμπορους»)3. ενισχύω υλικά και ηθικά («προστατεύω τις τέχνες και τις επιστήμες»)αρχ.1. είμαι αρχηγός, προϊστάμενος («ὡς οὕτω ἄν τις προστατεύῃ... ἀγαθὸς ἄν εἴη προστάτης, εἴτε χοροῡ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος προστατεύοι», Ξεν.)2. ασκώ εξουσία («καὶ μὴν οἵ γε ἐν ταῑς πόλεσι προστατεύοντες καὶ τῶν δημοσίων ἐπιμελόμενοι...», Ξεν.)3. είμαι αντιβασιλιάς («προστατεύω τῶν βασιλέων», Αππ.)4. έχω το αξίωμα τού προστάτη5. (με τελικ. πρότ.) προστατεύω... ὅπωςέχω την εξουσιοδότηση, το δικαίωμα να φροντίσω για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.